κορυβαντιώ

κορυβαντιώ
κορυβαντιῶ, -άω (Α) [Κορύβας]
1. γίνομαι έξαλλος από ενθουσιασμό σαν τους Κορύβαντες («πολύ μοι μᾱλλον ἢ τῶν κορυβαντιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ», Πλάτ.)
2. φρ. «κορυβαντιώ περί τι» — μαίνομαι, είμαι μανιακός, ξετρελαμένος με κάτι
3. παλεύω με τον ύπνο, κουτουλάω από τη νύστα, κατανεύω και αιφνίδια σηκώνω πάλι το κεφάλι («ἀλλ' ή παραφρονεῑς ἐτεὸν ἢ κορυβαντιᾷς;», Αριστοφ.)
3. κοιμάμαι με ανοιχτά τα μάτια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κορυβαντιῶ — Κορυβαντίζω purify by Corybantic rites fut ind act 1st sg (attic epic doric) Κορυβαντιάω celebrate the rites of the Corybantes pres imperat mp 2nd sg Κορυβαντιάω celebrate the rites of the Corybantes pres subj act 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • κορυβαντιασμός — και κορυβαντισμός, ὁ (Α) [κορυβαντιώ] φρενήρης κατάσταση σαν τον ενθουσιασμό τών Κορυβάντων («αὐλός... οἷον ἔκφρονας καὶ κορυβαντιασμοῡ πλήρεις ἀποτελεῑ», Λογγίν.) …   Dictionary of Greek

  • κυβηβώ — κυβηβῶ, άω (Α) μαίνομαι ως ιερέας τής Κυβέλης, κορυβαντιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Βλ. και λ. κύβη] …   Dictionary of Greek

  • συγκορυβαντιώ — άω, Α μετέχω μαζί με άλλους στις οργιαστικές διασκεδάσεις τών Κορυβάντων, μαίνομαι και εγώ μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κορυβαντιῶ «γίνομαι έξαλλος από ενθουσιασμό σαν τους Κορύβαντες» (< Κορύβας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”