- κορυβαντιώ
- κορυβαντιῶ, -άω (Α) [Κορύβας]1. γίνομαι έξαλλος από ενθουσιασμό σαν τους Κορύβαντες («πολύ μοι μᾱλλον ἢ τῶν κορυβαντιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ», Πλάτ.)2. φρ. «κορυβαντιώ περί τι» — μαίνομαι, είμαι μανιακός, ξετρελαμένος με κάτι3. παλεύω με τον ύπνο, κουτουλάω από τη νύστα, κατανεύω και αιφνίδια σηκώνω πάλι το κεφάλι («ἀλλ' ή παραφρονεῑς ἐτεὸν ἢ κορυβαντιᾷς;», Αριστοφ.)3. κοιμάμαι με ανοιχτά τα μάτια.
Dictionary of Greek. 2013.